- φαιδιμόεις
- φαιδῐμ-όεις, εσσα, εν, = sq., Il.13.686.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φαιδιμόεις — φαίδιμος shining masc nom sg φαιδιμόεις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδιμόεις — εσσα, εν, Α φαίδιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού επιθ. φαίδιμος σχηματισμένος με την κατάλ. όεις* για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
φαιδιμόεντες — φαίδιμος shining masc nom/voc pl φαιδιμόεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)